- χλανίσκιον
- χλᾰνίσκιον, τό, Dim. of foreg., Ar.Ach.519, Aeschin.1.131;A
ὑπὸ τοὐμὸν κοιμωμένη χ. Alciphr.1.38
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑπὸ τοὐμὸν κοιμωμένη χ. Alciphr.1.38
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χλανίσκιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλανίσκιον — τὸ, Α υποκορ. τ. τού χλανίσκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλανιδίσκιον με απλολογία] … Dictionary of Greek
χλανισκιδίων — χλανίσκιον neut gen pl χλανισκίδιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλανίσκια — χλανίσκιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλανίσκιον — κλανίσκιον, τὸ (Α) επιγρ. χλανίσκιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλανίσκιον, με απώλεια τής δασύτητας, πιθ. κατ επίδραση τού κλανίον] … Dictionary of Greek
παιδισκείος — παιδισκεῑος, εία, ον (Α) [παιδίσκος] αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει σε παιδί («παιδισκεῑον χλανίσκιον», πάπ.) … Dictionary of Greek